Definify.com
Definition 2024
περιορισμός
περιορισμός
Greek
Noun
περιορισμός • (periorismós) m (plural περιορισμοί)
Declension
declension of περιορισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιορισμός | περιορισμοί |
genitive | περιορισμού | περιορισμών |
accusative | περιορισμό | περιορισμούς |
vocative | περιορισμέ | περιορισμοί |