Definify.com
Definition 2024
περιποίηση
περιποίηση
Greek
Noun
περιποίηση • (peripoíisi) f (plural περιποιήσεις)
- looking after, care, attention, treatment
- Η περιποίηση ομορφιάς για ένα λείο δέρμα. ― I peripoíisi omorfiás gia éna leío dérma. ― Beauty treatment for a smooth skin.
Declension
declension of περιποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιποίηση | περιποιήσεις |
genitive | περιποίησης / περιποιήσεως | περιποιήσεων |
accusative | περιποίηση | περιποιήσεις |
vocative | περιποίηση | περιποιήσεις |