Definify.com

Definition 2024


περιποίηση

περιποίηση

Greek

Noun

περιποίηση (peripoíisi) f (plural περιποιήσεις)

  1. looking after, care, attention, treatment
    Η περιποίηση ομορφιάς για ένα λείο δέρμα.I peripoíisi omorfiás gia éna leío dérma. ― Beauty treatment for a smooth skin.

Declension