Definify.com
Definition 2024
περιπολικό
περιπολικό
Greek
Noun
περιπολικό • (peripolikó) n (plural περιπολικά)
Declension
declension of περιπολικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιπολικό | περιπολικά |
genitive | περιπολικού | περιπολικών |
accusative | περιπολικό | περιπολικά |
vocative | περιπολικό | περιπολικά |
Synonyms
- καρούμπαλο (karoúmpalo) (slang)