Definify.com
Definition 2024
περιπτερού
περιπτερού
Greek
Noun
περιπτερού • (peripteroú) f (plural περιπτερούδες, masculine περιπτεράς)
Declension
declension of περιπτερού
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιπτερού | περιπτερούδες |
genitive | περιπτερούς | περιπτερούδων |
accusative | περιπτερού | περιπτερούδες |
vocative | περιπτερού | περιπτερούδες |
Related terms
- see: περίπτερο n (períptero, “kiosk”)