Definify.com
Definition 2024
περιστροφή
περιστροφή
Greek
Noun
περιστροφή • (peristrofí) f (plural περιστροφές)
- revolution, a turn on an axis
Declension
declension of περιστροφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιστροφή | περιστροφές |
genitive | περιστροφής | περιστροφών |
accusative | περιστροφή | περιστροφές |
vocative | περιστροφή | περιστροφές |