Definify.com
Definition 2024
πετεινό
πετεινό
Greek
Noun
πετεινό • (peteinó) m
- Accusative singular form of πετεινός (peteinós).
Derived terms
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (eípe o gáidaros ton peteinó kefála, “the pot calling the kettle black”)