Definify.com
Definition 2024
πετρέλαιο
πετρέλαιο
Greek
Noun
πετρέλαιο • (petrélaio) n (plural πετρέλαια)
Declension
declension of πετρέλαιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πετρέλαιο | πετρέλαια |
genitive | πετρελαίου | πετρελαίων |
accusative | πετρέλαιο | πετρέλαια |
vocative | πετρέλαιο | πετρέλαια |
Synonyms
- see: βενζίνη f (venzíni, “petrol, gasoline”)
Derived terms
- φωτιστικό πετρέλαιο n (fotistikó petrélaio, “paraffin, kerosine”) (lighting oil)
- αργό πετρέλαιο n (argó petrélaio, “crude oil”)