Definify.com
Definition 2024
πετραρχικό_σονέτο
πετραρχικό σονέτο
Greek
Noun
πετραρχικό σονέτο • (petrarchikó sonéto) n (plural πετραρχικά σονέτα)
- (literature, poetry) Petrarchan sonnet
Synonyms
- ιταλικό σονέτο (italikó sonéto)
πετραρχικό σονέτο • (petrarchikó sonéto) n (plural πετραρχικά σονέτα)