Definify.com
Definition 2024
πετροσέλινο
πετροσέλινο
Greek
Noun
πετροσέλινο • (petrosélino) n
- (formal) parsley
Declension
declension of πετροσέλινο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πετροσέλινο | πετροσέλινα |
genitive | πετροσέλινου / πετροσελίνου | πετροσέλινων / πετροσελίνων |
accusative | πετροσέλινο | πετροσέλινα |
vocative | πετροσέλινο | πετροσέλινα |
Synonyms
- μαϊντανός m (maïntanós)
Related terms
- σέλινο n (sélino, “celery”)