Definify.com
Definition 2024
πηγαίος_κώδικας
πηγαίος κώδικας
Greek
Noun
πηγαίος κώδικας • (pigaíos kódikas) m (plural πηγαίοι κώδικες)
- (computing, programming, uncountable) source code
πηγαίος κώδικας • (pigaíos kódikas) m (plural πηγαίοι κώδικες)