Definify.com
Definition 2024
πηγούνι
πηγούνι
Greek
Alternative forms
- πιγούνι n (pigoúni)
Noun
πηγούνι • (pigoúni) n (plural πηγούνια)
Declension
declension of πηγούνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πηγούνι | πηγούνια |
genitive | πηγουνιού | πηγουνιών |
accusative | πηγούνι | πηγούνια |
vocative | πηγούνι | πηγούνια |
See also
- σαγόνι n (sagóni, “jaw”)