Definify.com
Definition 2024
πια
πια
Greek
Adverb
πια • (pia)
- any more (from a given time onwards)
- Δε σε θέλω πια.
- I don't want you any more.
- Δε σε θέλω πια.
- already, now
- Ο Γιώργος έχει μεγαλώσει πια.
- George has now grown up.
- Ο Γιώργος έχει μεγαλώσει πια.
- already (as an intensifier), at last.
- Ησύχασε πια!
- Be quiet, at last!
- Ησύχασε πια!
Synonyms
- πλέον (pléon)
- επιτέλους (epitélous, “at last”)