Definify.com
Definition 2024
πιανίστρια
πιανίστρια
Greek
Noun
πιανίστρια • (pianístria) f (plural πιανίστιες, masculine πιανίστας)
Declension
declension of πιανίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιανίστρια | πιανίστριες |
genitive | πιανίστριας | πιανιστριών |
accusative | πιανίστρια | πιανίστριες |
vocative | πιανίστρια | πιανίστριες |
Related terms
- πιάνο n (piáno, “piano”)