Definify.com
Definition 2024
πιεζοηλεκτρισμός
πιεζοηλεκτρισμός
Greek
Noun
πιεζοηλεκτρισμός • (piezoilektrismós) m (plural πιεζοηλεκτρισμοί)
Declension
declension of πιεζοηλεκτρισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιεζοηλεκτρισμός | πιεζοηλεκτρισμοί |
genitive | πιεζοηλεκτρισμού | πιεζοηλεκτρισμών |
accusative | πιεζοηλεκτρισμό | πιεζοηλεκτρισμούς |
vocative | πιεζοηλεκτρισμέ | πιεζοηλεκτρισμοί |
External links
- πιεζοηλεκτρισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el