Definify.com
Definition 2025
πιεζοηλεκτρισμός
πιεζοηλεκτρισμός
Greek
Noun
πιεζοηλεκτρισμός • (piezoilektrismós) m (plural πιεζοηλεκτρισμοί)
Declension
declension of πιεζοηλεκτρισμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πιεζοηλεκτρισμός | πιεζοηλεκτρισμοί |
| genitive | πιεζοηλεκτρισμού | πιεζοηλεκτρισμών |
| accusative | πιεζοηλεκτρισμό | πιεζοηλεκτρισμούς |
| vocative | πιεζοηλεκτρισμέ | πιεζοηλεκτρισμοί |
External links
-
πιεζοηλεκτρισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el