Definify.com
Definition 2024
πικρομάρουλο
πικρομάρουλο
Greek
Noun
πικρομάρουλο • (pikromároulo) n (plural πικρομάρουλα)
Declension
declension of πικρομάρουλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πικρομάρουλο | πικρομάρουλα |
genitive | πικρομάρουλου | πικρομάρουλων |
accusative | πικρομάρουλο | πικρομάρουλα |
vocative | πικρομάρουλο | πικρομάρουλα |
Coordinate terms
- see: σικορέ n (sikoré, “chicory”)