Definify.com
Definition 2025
πιστοποιητικό
πιστοποιητικό
Greek
Noun
πιστοποιητικό • (pistopoiitikó) n (plural πιστοποιητικά)
Declension
declension of πιστοποιητικό
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πιστοποιητικό | πιστοποιητικά |
| genitive | πιστοποιητικού | πιστοποιητικών |
| accusative | πιστοποιητικό | πιστοποιητικά |
| vocative | πιστοποιητικό | πιστοποιητικά |