Definify.com
Definition 2025
πισωκολλητό
πισωκολλητό
Greek

Πισωκολλητό
Noun
πισωκολλητό • (pisokollitó) n (plural πισωκολλητά)
- (colloquial, vulgar) doggy style
- Της γυναίκας μου της αρέσει το πισωκολλητό.
- My wife likes doing it doggy style.
- Της γυναίκας μου της αρέσει το πισωκολλητό.
Declension
declension of πισωκολλητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πισωκολλητό | πισωκολλητά |
genitive | πισωκολλητού | πισωκολλητών |
accusative | πισωκολλητό | πισωκολλητά |
vocative | πισωκολλητό | πισωκολλητά |