Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
πιόνιο
πιόνιο
Greek
Noun
πιόνιο
•
(
piónio
)
n
(
plural
πιόνια
)
(
physics
)
pion
Declension
declension of
πιόνιο
singular
plural
nominative
πιόνιο
πιόνια
genitive
πιονίου
πιονίων
accusative
πιόνιο
πιόνια
vocative
πιόνιο
πιόνια
Similar Results