Definify.com
Definition 2024
πλέξιμο
πλέξιμο
Greek
Noun
πλέξιμο • (pléximo) n (plural πλεξίματα)
- knitting (the process and activity)
- της αρέσει το πλέξιμο (she likes knitting)
Declension
declension of πλέξιμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλέξιμο | πλεξίματα |
genitive | πλεξίματος | πλεξιμάτων |
accusative | πλέξιμο | πλεξίματα |
vocative | πλέξιμο | πλεξίματα |
Related terms
- πλεκτό n (plektó, “knitting, knitted fabric”)
- πλέκω (pléko, “to knit”)
- πλεκτός (plektós, “knitted”)
- πλεκτά n pl (plektá, “knitwear, knitted goods”)
See also
- βελονάκι n (velonáki, “crochet”)
- βελόνα n (velóna, “knitting needle”)