Definify.com
Definition 2024
πλαστογραφία
πλαστογραφία
Greek
Noun
πλαστογραφία • (plastografía) f (plural πλαστογραφίες)
- the act of forgery or fabrication
Declension
declension of πλαστογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλαστογραφία | πλαστογραφίες |
genitive | πλαστογραφίας | πλαστογραφιών |
accusative | πλαστογραφία | πλαστογραφίες |
vocative | πλαστογραφία | πλαστογραφίες |
Related terms
- πλαστογράφημα n (plastográfima, “forged document”)
- πλαστογράφηση f (plastográfisi, “forged document”)
- πλαστογραφώ (plastografó, “to forge”)
See also
- παραποίηση f (parapoíisi, “distortion, forgery”)