Definify.com
Definition 2024
πλατάνι
πλατάνι
Greek
Noun
πλατάνι • (platáni) m (plural πλατάνια)
- Alternative form of πλάτανος (plátanos)
Declension
declension of πλατάνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλατάνι | πλατάνια |
genitive | πλατανιού | πλατανιών |
accusative | πλατάνι | πλατάνια |
vocative | πλατάνι | πλατάνια |