Definify.com
Definition 2024
πλεκτικός
πλεκτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /plektikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /plektikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /plektikós/
Adjective
πλεκτικός • (plektikós) m (feminine πλεκτική, neuter πλεκτικόν); first/second declension
- of or occupied with plaiting
- entangling or interlacing
Inflection
First and second declension of πλεκτικός, πλεκτική, πλεκτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | πλεκτικός | πλεκτική | πλεκτικόν | πλεκτικώ | πλεκτικᾱ́ | πλεκτικώ | πλεκτικοί | πλεκτικαί | πλεκτικᾰ́ | |||
Genitive | πλεκτικοῦ | πλεκτικῆς | πλεκτικοῦ | πλεκτικοῖν | πλεκτικαῖν | πλεκτικοῖν | πλεκτικῶν | πλεκτικῶν | πλεκτικῶν | |||
Dative | πλεκτικῷ | πλεκτικῇ | πλεκτικῷ | πλεκτικοῖν | πλεκτικαῖν | πλεκτικοῖν | πλεκτικοῖς | πλεκτικαῖς | πλεκτικοῖς | |||
Accusative | πλεκτικόν | πλεκτικήν | πλεκτικόν | πλεκτικώ | πλεκτικᾱ́ | πλεκτικώ | πλεκτικούς | πλεκτικᾱ́ς | πλεκτικᾰ́ | |||
Vocative | πλεκτικέ | πλεκτική | πλεκτικόν | πλεκτικώ | πλεκτικᾱ́ | πλεκτικώ | πλεκτικοί | πλεκτικαί | πλεκτικᾰ́ | |||
Related terms
- περιπλεκτικός (periplektikós)
- συμπλεκτικός (sumplektikós)
References
- πλεκτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- πλεκτικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «πλεκτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette