Definify.com
Definition 2024
πλεονεκτικότητα
πλεονεκτικότητα
Greek
Noun
πλεονεκτικότητα • (pleonektikótita) f (uncountable)
Declension
declension of πλεονεκτικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλεονεκτικότητα | πλεονεκτικότητες |
genitive | πλεονεκτικότητας | πλεονεκτικοτήτων |
accusative | πλεονεκτικότητα | πλεονεκτικότητες |
vocative | πλεονεκτικότητα | πλεονεκτικότητες |
Related terms
- see: πλεονέκτημα n (pleonéktima, “profit, advantage”)