Definify.com
Definition 2024
πληθωρισμός
πληθωρισμός
Greek
Noun
πληθωρισμός • (plithorismós) m (plural πληθωρισμοί)
Declension
declension of πληθωρισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πληθωρισμός | πληθωρισμοί |
genitive | πληθωρισμού | πληθωρισμών |
accusative | πληθωρισμό | πληθωρισμούς |
vocative | πληθωρισμέ | πληθωρισμοί |
Related terms
- πλήθος n (plíthos, “a large number of people or things”)
- πληθαίνω (plithaíno, “to increase”)