Definify.com
Definition 2024
πληκτρολογούμαι
πληκτρολογούμαι
Greek
Verb
πληκτρολογούμαι • (pliktrologoúmai) (simple past πληκτρολογήθηκα, active form πληκτρολογώ, passive)
- passive of πληκτρολογώ (pliktrologó)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.