Definify.com
Definition 2024
πληκτρολόγιο
πληκτρολόγιο
Greek
Noun
πληκτρολόγιο • (pliktrológio) n (plural πληκτρολόγια)
Declension
declension of πληκτρολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πληκτρολόγιο | πληκτρολόγια |
genitive | πληκτρολογίου | πληκτρολογίων |
accusative | πληκτρολόγιο | πληκτρολόγια |
vocative | πληκτρολόγιο | πληκτρολόγια |
Related terms
- πλήκτρο n (plíktro, “key, plectrum”)