Definify.com
Definition 2024
πλινθοκτίστης
πλινθοκτίστης
Greek
Noun
πλινθοκτίστης • (plinthoktístis) m
Declension
declension of πλινθοκτίστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλινθοκτίστης | πλινθοκτίστες |
genitive | πλινθοκτίστη | πλινθοκτιστών |
accusative | πλινθοκτίστη | πλινθοκτίστες |
vocative | πλινθοκτίστη | πλινθοκτίστες |
Synonyms
- χτίστης m (chtístis, “builder, bricklayer”)
Related terms
- see: πλίνθος f (plínthos, “adobe brick”)