Definify.com
Definition 2024
πλυντήριο_πιάτων
πλυντήριο πιάτων
Greek
Noun
πλυντήριο πιάτων • (plyntírio piáton) n (plural πλυντήρια πιάτων)
See also
- πλυντήριο ρούχων n (plyntírio roúchon, “washing machine”)
πλυντήριο πιάτων • (plyntírio piáton) n (plural πλυντήρια πιάτων)