Definify.com
Definition 2024
πνευμονοπάθεια
πνευμονοπάθεια
Greek
Noun
πνευμονοπάθεια • (pnevmonopátheia) f (plural πνευμονοπάθειες)
Declension
declension of πνευμονοπάθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πνευμονοπάθεια | πνευμονοπάθειες |
genitive | πνευμονοπάθειας | πνευμονοπαθειών |
accusative | πνευμονοπάθεια | πνευμονοπάθειες |
vocative | πνευμονοπάθεια | πνευμονοπάθειες |
Derived terms
- χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια f (chrónia apofraktikí pnevmonopátheia, “chronic obstructive pulmonary disease”)
Related terms
- see: πνεύμονας m (pnévmonas, “lung”)