Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
πνευστά_όργανα
πνευστά όργανα
Greek
Noun
πνευστά όργανα
•
(
pnefstá órgana
)
n
Plural
form of
πνευστό όργανο
(
pnefstó órgano
)
.
Similar Results