Definify.com
Definition 2024
ποδηλατοδρόμος
ποδηλατοδρόμος
See also: ποδηλατόδρομος
Greek
Noun
ποδηλατοδρόμος • (podilatodrómos) m (plural ποδηλατοδρόμοι)
Declension
declension of ποδηλατοδρόμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποδηλατοδρόμος | ποδηλατοδρόμοι |
genitive | ποδηλατοδρόμου | ποδηλατοδρόμων |
accusative | ποδηλατοδρόμο | ποδηλατοδρόμους |
vocative | ποδηλατοδρόμε | ποδηλατοδρόμοι |
Related terms
- see: ποδήλατο m (podílato, “bicycle, cycle”)