Definify.com
Definition 2024
ποικιλία
ποικιλία
Greek
Noun
ποικιλία • (poikilía) f (plural ποικιλίες)
- variety, selection
- Το καλοκαίρι βλέπεις στις παραλίες μια ποικιλία ανθρώπων. ― To kalokaíri vlépeis stis paralíes mia poikilía anthrópon. ― You see a variety of people on the beach in summer.
- selection (menu item)
- Παραγγείλαμε μια ποικιλία για τρία άτομα. ― Parangeílame mia poikilía gia tría átoma. ― We ordered a selection for three people.
- (botany) variety
- μια ιταλική ποικιλία ντομάτας ― mia italikí poikilía domátas ― an Italian variety of tomato
Declension
declension of ποικιλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποικιλία | ποικιλίες |
genitive | ποικιλίας | ποικιλιών |
accusative | ποικιλία | ποικιλίες |
vocative | ποικιλία | ποικιλίες |
External links
- ποικιλία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el