Definify.com

Definition 2024


ποικιλία

ποικιλία

Greek

Noun

ποικιλία (poikilía) f (plural ποικιλίες)

  1. variety, selection
    Το καλοκαίρι βλέπεις στις παραλίες μια ποικιλία ανθρώπων.To kalokaíri vlépeis stis paralíes mia poikilía anthrópon. ― You see a variety of people on the beach in summer.
  2. selection (menu item)
    Παραγγείλαμε μια ποικιλία για τρία άτομα.Parangeílame mia poikilía gia tría átoma. ― We ordered a selection for three people.
  3. (botany) variety
    μια ιταλική ποικιλία ντομάταςmia italikí poikilía domátas ― an Italian variety of tomato

Declension

External links