Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
πολιορκητικός_κριός
πολιορκητικός κριός
Greek
Noun
πολιορκητικός
κριός
•
(
poliorkitikós kriós
)
m
(
plural
πολιορκητικοί κριοί
)
battering ram
Similar Results