Definify.com
Definition 2024
πολυμέρεια
πολυμέρεια
Greek
Noun
πολυμέρεια • (polyméreia) f (plural μονομέρειες)
Declension
declension of πολυμέρεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυμέρεια | πολυμέρειες |
genitive | πολυμέρειας | πολυμερειών |
accusative | πολυμέρεια | πολυμέρειες |
vocative | πολυμέρεια | πολυμέρειες |
Related terms
- πολυµερής (polyµerís, “polymeric, multilateral”)
- μονομερής (monomerís, “unilateral”)
- μονομέρεια f (monoméreia, “unilateralism”)