Definify.com
Definition 2024
ποντικοπαγίδα
ποντικοπαγίδα
Greek
Noun
ποντικοπαγίδα • (pontikopagída) f (plural ποντικοπαγίδες)
Declension
declension of ποντικοπαγίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποντικοπαγίδα | ποντικοπαγίδες |
genitive | ποντικοπαγίδας | ποντικοπαγίδων |
accusative | ποντικοπαγίδα | ποντικοπαγίδες |
vocative | ποντικοπαγίδα | ποντικοπαγίδες |