Definify.com
Definition 2024
πορθμεία
πορθμεία
Greek
Noun
πορθμεία • (porthmeía) n
- Nominative plural form of πορθμείο (porthmeío).
- Accusative plural form of πορθμείο (porthmeío).
- Vocative plural form of πορθμείο (porthmeío).
πορθμεία • (porthmeía) n