Definify.com
Definition 2024
πορνογραφία
πορνογραφία
Greek
Noun
πορνογραφία • (pornografía) f
Declension
declension of πορνογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πορνογραφία | πορνογραφίες |
genitive | πορνογραφίας | πορνογραφιών |
accusative | πορνογραφία | πορνογραφίες |
vocative | πορνογραφία | πορνογραφίες |
Related terms
- πορνογραφικός (pornografikós, “pornographic”)
- πορνογράφος m (pornográfos, “pornographer”)
External links
- πορνογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el