Definify.com
Definition 2024
πορτογαλικοί
πορτογαλικοί
Greek
Adjective
πορτογαλικοί • (portogalikoí)
- Nominative masculine plural form of πορτογαλικός (portogalikós).
- Vocative masculine plural form of πορτογαλικός (portogalikós).
πορτογαλικοί • (portogalikoí)