Definify.com

Definition 2024


πορτοκαλεώνας

πορτοκαλεώνας

Greek

Noun

πορτοκαλεώνας (portokaleónas) m (plural πορτοκαλεώνες)

  1. orange grove, orange plantation, orangery
    Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
    In southern Greece there are many orange groves.

Declension

Related terms