Definify.com
Definition 2024
πορτοκαλεώνας
πορτοκαλεώνας
Greek
Noun
πορτοκαλεώνας • (portokaleónas) m (plural πορτοκαλεώνες)
- orange grove, orange plantation, orangery
- Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
- In southern Greece there are many orange groves.
- Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
Declension
declension of πορτοκαλεώνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πορτοκαλεώνας | πορτοκαλεώνες |
genitive | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνων |
accusative | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνες |
vocative | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνες |
Related terms
- see: πορτοκάλι n (portokáli, “orange - fruit”)