Definify.com
Definition 2024
πορτοκαλιοί
πορτοκαλιοί
Greek
Adjective
πορτοκαλιοί • (portokalioí)
- Nominative masculine plural form of πορτοκαλής (portokalís).
- Vocative masculine plural form of πορτοκαλής (portokalís).
πορτοκαλιοί • (portokalioí)