Definify.com
Definition 2024
ποσότητα
ποσότητα
Greek
Noun
ποσότητα • (posótita) f (plural ποσότητες)
Declension
declension of ποσότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποσότητα | ποσότητες |
genitive | ποσότητας | ποσοτήτων |
accusative | ποσότητα | ποσότητες |
vocative | ποσότητα | ποσότητες |
Related terms
- πόσο (póso, “how much”, “how many”)
External links
- ποσότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el