Definify.com

Definition 2024


ποταμακιού

ποταμακιού

Greek

Noun

ποταμακιού (potamakioú) n

  1. Genitive singular form of ποταμάκι (potamáki).
    • Μάλιστα του 'χε κολλήσει κι επίθετο τ' όνομα ενός ποταμακιού που περνούσε έξω απ' το χωριό του.