Definify.com
Definition 2024
πούστης
πούστης
Greek
Noun
πούστης • (poústis) m (plural πούστηδες)
- (vulgar, derogatory) gay, faggot, queer (male homosexual)
- Ο αδερφός της φιλενάδας μου είναι πούστης.
- O aderfós tis filenádas mou eínai poústis.
- My girlfriend’s brother is gay.
- Ο αδερφός της φιλενάδας μου είναι πούστης.
- (offensive, derogatory) prick, dickhead, jerk (bad person)
- Κοίτα τι πήγε κι έκανε ο πούστης!
- Koíta ti píge ki ékane o poústis!
- Look what prick went and did!
- Κοίτα τι πήγε κι έκανε ο πούστης!
- (colloquial, informal) dude, man, bro (term of address between friends)
- Που πας τέτοια ώρα, ρε πούστη;
- Pou pas tétoia óra, re poústi?
- Where you off to this late, dude?
- Που πας τέτοια ώρα, ρε πούστη;
Declension
declension of πούστης
Synonyms
- (gay man): πισωγλέντης m (pisogléntis, “fudgepacker”), λούγκρα f (loúnkra, “fag”), μπινές m (binés, “fag”)
- (bad person): μαλάκας m (malákas)
- (informal term of address): μαλάκας m (malákas)
Derived terms
- πουστάκος m (poustákos) (diminutive)
- πουσταρέλι n (poustaréli) (diminutive)
- πουστάρας m (poustáras) (augmentative)
- πουστάρα f (poustára) (augmentative)
- πούσταρος m (poústaros) (augmentative)
- πούστικος (poústikos) (adjective)
- πούστικα (poústika) (adverb)
Coordinate term
- λεσβία f (lesvía, “lesbian”)