Definify.com
Definition 2024
πράγμα
πράγμα
See also: πρᾶγμα
Greek
Noun
πράγμα • (prágma) n (plural πράγματα)
- thing, entity, object
- stuff
- Τι είναι αυτό το πράγμα στον κουβά; ― Ti eínai aftó to prágma ston kouvá? ― What is that stuff in the bucket?
- (euphemistic) thingy (the **** or ****)
- Κλείσε το φερμουάρ - φαίνεται το πράγμα σου! ― Kleíse to fermouár - faínetai to prágma sou! ― Close your zipper - your thingy is showing!
Declension
declension of πράγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πράγμα | πράγματα |
genitive | πράγματος | πραγμάτων |
accusative | πράγμα | πράγματα |
vocative | πράγμα | πράγματα |
Derived terms
- πραγματίστρια f (pragmatístria, “pragmatist”)
- πραγματιστής m (pragmatistís, “pragmatist”)
- πραγματεία f (pragmateía, “treatise, dissertation”)
- πραγματικά (pragmatiká, “really”)
- πραγματικός αριθμός m (pragmatikós arithmós, “real”)
- πραγματικός (pragmatikós, “real”)
- πραγματικότητα f (pragmatikótita, “reality”)
- τι πράγμα; (ti prágma?)