Definify.com
Definition 2024
πρακτική
πρακτική
Greek
Alternative forms
- πραχτική (prachtikí)
Noun
πρακτική • (praktikí) f (plural πρακτικές)
Declension
declension of πρακτική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρακτική | πρακτικές |
genitive | πρακτικής | πρακτικών |
accusative | πρακτική | πρακτικές |
vocative | πρακτική | πρακτικές |