Definify.com
Definition 2024
πραξικόπημα
πραξικόπημα
Greek
Noun
πραξικόπημα • (praxikópima) n (plural πραξικοπήματα)
Declension
declension of πραξικόπημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
genitive | πραξικοπήματος | πραξικοπημάτων |
accusative | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
vocative | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
External links
- πραξικόπημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el