Definify.com
Definition 2024
πρατήριο
πρατήριο
Greek
Noun
πρατήριο • (pratírio) n (plural πρατήρια)
Declension
declension of πρατήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρατήριο | πρατήρια |
genitive | πρατηρίου | πρατηρίων |
accusative | πρατήριο | πρατήρια |
vocative | πρατήριο | πρατήρια |