Definify.com
Definition 2024
πριαπισμός
πριαπισμός
Greek
Noun
πριαπισμός • (priapismós) m (plural πριαπισμοί)
- (medicine) priapism
- Πριαπισμός είναι πάθηση που εκδηλώνεται ως μη υποχωρούσα, παρατεταμένη επώδυνη στύση, η οποία δε σχετίζεται απαραίτητα με σεξουαλική διέγερση.
- Priapismós eínai páthisi pou ekdilónetai os mi ypochoroúsa, paratetaméni epódyni stýsi, i opoía de schetízetai aparaítita me sexoualikí diégersi.
- Priapism is a condition that manifests as a persistent, prolonged and painful erection which is not necessarily associated with sexual arousal.
- Πριαπισμός είναι πάθηση που εκδηλώνεται ως μη υποχωρούσα, παρατεταμένη επώδυνη στύση, η οποία δε σχετίζεται απαραίτητα με σεξουαλική διέγερση.
Declension
declension of πριαπισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πριαπισμός | πριαπισμοί |
genitive | πριαπισμού | πριαπισμών |
accusative | πριαπισμό | πριαπισμούς |
vocative | πριαπισμέ | πριαπισμοί |
External links
- πριαπισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el