Definify.com
Definition 2025
προάστιο
προάστιο
Greek
Noun
προάστιο • (proástio) n (plural προάστια)
Declension
declension of προάστιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προάστιο | προάστια |
genitive | προαστίου | προαστίων |
accusative | προάστιο | προάστια |
vocative | προάστιο | προάστια |