Definify.com
Definition 2024
προέλευση
προέλευση
Greek
Noun
προέλευση • (proélefsi) f (plural προελεύσεις)
- origin
- Η ελληνική γλώσσα εμπλουτίζεται με πολλές λέξεις γαλλικής προέλευσης.
- I ellinikí glóssa emploutízetai me pollés léxeis gallikís proélefsis.
- The Greek language is enriched by many words of French origin.
- Η ελληνική γλώσσα εμπλουτίζεται με πολλές λέξεις γαλλικής προέλευσης.
Declension
declension of προέλευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προέλευση | προελεύσεις |
genitive | προέλευσης / προελεύσεως | προελεύσεων |
accusative | προέλευση | προελεύσεις |
vocative | προέλευση | προελεύσεις |
External links
- προέλευση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el