Definify.com

Definition 2024


προέλευση

προέλευση

Greek

Noun

προέλευση (proélefsi) f (plural προελεύσεις)

  1. origin
    Η ελληνική γλώσσα εμπλουτίζεται με πολλές λέξεις γαλλικής προέλευσης.
    I ellinikí glóssa emploutízetai me pollés léxeis gallikís proélefsis.
    The Greek language is enriched by many words of French origin.

Declension

External links